- σερβομηχάνημα
- το, Νβλ. σερβομηχανισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σερβομηχανικός — ο, Ν [σερβομηχάνημα] μηχανικός ειδικός για τη λειτουργία τού σερβομηχανισμού … Dictionary of Greek
σερβομηχανισμός — Μηχανικό σύστημα, στο οποίο ένα ορισμένο μέγεθος μηχανικής φύσης (μέγεθος εξόδου ή έξοδος) εξαρτιέται, δηλαδή ακολουθεί πιστά τις μεταβολές ενός άλλου μεταβλητού μεγέθους (μέγεθος εισόδου ή είσοδος). Γι’ αυτό το σκοπό ο σ. συγκρίνει την τρέχουσα… … Dictionary of Greek